- μαγνητοφωνώ
- (-είς, -εί κτλ.), μαγνητοφώνησα, μαγνητοφωνήθηκα, μαγνητοφωνημένος, καταγράφω ήχους με μαγνητόφωνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μαγνητοφωνώ — μαγνητοφωνώ, μαγνητοφώνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μαγνητοφωνώ — [μαγνητόφωνο] εγγράφω σε ήχους σε μαγνητόφωνο … Dictionary of Greek
μαγνητοφώνηση — η [μαγνητοφωνώ] η εγγραφή ήχου σε μαγνητική ταινία με τη χρησιμοποίηση μαγνητοφώνου … Dictionary of Greek